- σκυθιστί
- Αεπίρρ.1. κατά τον τρόπο τών Σκυθών («Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος», Σοφ.)2. στη σκυθική γλώσσα («καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς σκυθιστὶ Ἀριμασπούς», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. λατινισ-τί)].
Dictionary of Greek. 2013.